-
1 ανεπιτηδευτος
21) безыскуственный, естественный (sc. λόγοι Luc.)2) не приобретаемый искусственноἈλκιβιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ΄ ἀνεπιτήδευτον Plut. — Алкивиад всему подражал и все усваивал
См. также в других словарях:
επιτηδευτός — ἐπιτηδευτός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός. επίρρ... ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α) με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση … Dictionary of Greek
ἐπιτηδευτόν — ἐπιτηδευτός artificial masc acc sg ἐπιτηδευτός artificial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτούς — ἐπιτηδευτός artificial masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτῆς — ἐπιτηδευτός artificial fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτή — ἐπιτηδευτός artificial fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτῶς — ἐπιτηδευτός artificial adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτῷ — ἐπιτηδευτός artificial masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτά — ἐπιτηδευτά̱ , ἐπιτηδευτής one who practises masc nom/voc/acc dual ἐπιτηδευτής one who practises masc voc sg ἐπιτηδευτής one who practises masc nom sg (epic) ἐπιτηδευτός artificial neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδευτά̱ , ἐπιτηδευτός artificial fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτῶν — ἐπιτηδευτής one who practises masc gen pl ἐπιτηδευτός artificial fem gen pl ἐπιτηδευτός artificial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευταί — ἐπιτηδευτής one who practises masc nom/voc pl ἐπιτηδευτός artificial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδευτοῦ — ἐπιτηδευτής one who practises masc gen sg ἐπιτηδευτός artificial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)