-
1 εὐ-επί-τευκτος
εὐ-επί-τευκτος, glücklich treffend, Sp.
-
2 δυς-επί-τευκτος
δυς-επί-τευκτος, schwer zu erreichen, schwer gelingend; D. Sic. 17, 93.
-
3 ἀν-επί-τευκτος
ἀν-επί-τευκτος, nicht treffend, nicht erlangend, Schol. paraphr. Eur. Phoen. 1391.
-
4 ἀνεπίτευκτος
ἀν-επί-τευκτος, nicht treffend, nicht erlangend -
5 δυςεπίτευκτος
δυς-επί-τευκτος, schwer zu erreichen, schwer gelingend -
6 εὐεπίτευκτος
См. также в других словарях:
ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] … Dictionary of Greek
θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] … Dictionary of Greek