Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀν-επί-τευκτος

См. также в других словарях:

  • ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] …   Dictionary of Greek

  • θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»