-
1 ψευδ-επί-γραφος
ψευδ-επί-γραφος, falsch überschrieben, mit falscher Aufschrift, fälschlich benannt, unächt; Pol. 24, 5,5; D. Hal.; – dah. ἀδελφός, φιλόσοφος, des Namens eines Bruders, eines Philosophen unwürdig, Plut. de frat. am. 4.
-
2 ἀν-επί-γραφος
ἀν-επί-γραφος, ohne Aufschrift, Luc. Herm. 39; Pol. 8, 33, ohne Namen des Verfassers, dah. unverbürgt.
-
3 ἐπι-στολια-γράφος
ἐπι-στολια-γράφος, ὁ, = ἐπιστολογράφος, Pol. bei Ath. V, 195 b, nach Conj.
-
4 ἐπι-στολο-γράφος
ἐπι-στολο-γράφος, ὁ, Briefschreiber, Secretär, Pol. 31, 3, 16. Vgl. ἐπιστολιαγράφος.
-
5 ἐπι-γραμματο-γράφος
ἐπι-γραμματο-γράφος, Epigramme schreibend, Schol.
-
6 ἐπι-θαλαμιο-γράφος
ἐπι-θαλαμιο-γράφος, ὁ, der Epithalamien schreibt, Tzetz. prolegg. zu Lycophr.
-
7 ἀνεπίγραφος
ἀν-επί-γραφος, ohne Aufschrift; ohne Namen des Verfassers, dah. unverbürgt -
8 ψευδεπίγραφος
ψευδ-επί-γραφος, falsch überschrieben, mit falscher Aufschrift, fälschlich benannt, unecht; dah. ἀδελφός, φιλόσοφος, des Namens eines Bruders, eines Philosophen unwürdig -
9 ἐπιγραμματογράφος
-
10 ἐπιθαλαμιογράφος
ἐπι-θαλαμιο-γράφος, ὁ, der Epithalamien schreibt -
11 ἐπιστολογράφος
ἐπι-στολο-γράφος, ὁ, Briefschreiber, Sekretär
См. также в других словарях:
ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
επιθαλαμιογράφος — ἐπιθαλαμιογράφος, ο (Μ) αυτός που γράφει επιθαλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι θαλάμ ιον + γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρογραφία — η μέθοδος ηλεκτροστατικής αναπαραγωγής, κατά την οποία ηλεκτροστατικά είδωλα σχηματίζονται επί διηλεκτρικού μέσου χωρίς τη μεσολάβηση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrography < electro (πρβλ. ήλεκτρο *) … Dictionary of Greek
χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… … Dictionary of Greek