-
1 αντλητός
-
2 ἀντλητός
-
3 ἀντλητός
ἀντλ-ητός, όν,A irrigated, PAmh.2.96.3, PFlor.369.6(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντλητός
-
4 δυς-εξ-άντλητος
δυς-εξ-άντλητος, schwer auszuschöpfen, Eust.
-
5 ἀν-εξ-άντλητος
ἀν-εξ-άντλητος, unerschöpflich, Io. Chrys.
-
6 αντλητόν
-
7 ἀντλητόν
-
8 ἀνεξάντλητος
-
9 δυςεξάντλητος
См. также в других словарях:
ἀντλητός — irrigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητόν — ἀντλητός irrigated masc/fem acc sg ἀντλητός irrigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμητός — ἱμητός, ή, όν (Α) [ιμάω) αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος, αντλητός … Dictionary of Greek