-
1 ανεξαπατητος
-
2 δυσεξαπατητος
-
3 ευεξαπατητος
2легко поддающийся обману, без труда вводимый в заблуждение(ὑπὸ τῶν ἀδίκων Plat.; εὐεξαπατητότεροι οἱ ἀγαθοί Arst.)
1 ανεξαπατητος
2 δυσεξαπατητος
3 ευεξαπατητος
(ὑπὸ τῶν ἀδίκων Plat.; εὐεξαπατητότεροι οἱ ἀγαθοί Arst.)