-
1 ζητητός
-
2 ζητητός
ζητητός, gesucht, erwünscht -
3 δυς-ζήτητος
δυς-ζήτητος, schwer zu suchen; λαγώς Xen. Cyn. 8, 1.
-
4 αὐτο-ζήτητος
αὐτο-ζήτητος, selbst gesucht, sich ungesucht einstellend, E. M.
-
5 ἀ-ζἤτητος
ἀ-ζἤτητος, frei von Untersuchung, Aesch. 3, 22; ununtersucht, Sp.; ἀζητήτως ἔχειν τινός, nicht geschickt sein zur Untersuchung, Philo.
-
6 ἀν-εκ-ζήτητος
ἀν-εκ-ζήτητος, nicht aufgesucht, Schol. Il. 1, 42.
-
7 ἀξιο-ζήτητος
ἀξιο-ζήτητος, der Untersuchung werth, Euseb.
-
8 ἀζήτητος
ἀ-ζήτητος, frei von Untersuchung; ununtersucht; nicht geschickt sein zur Untersuchung -
9 ἀνεκζήτητος
-
10 ἀξιοζήτητος
-
11 αὐτοζήτητος
αὐτο-ζήτητος, selbst gesucht, sich ungesucht einstellend -
12 δυςζήτητος
См. также в других словарях:
ζητητός — ζητητός, ή, όν (Α) [ζητώ] αυτός που αναζητείται, που είναι αντικείμενο έρευνας … Dictionary of Greek
ζητητόν — ζητητός sought for masc acc sg ζητητός sought for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοζήτητος — θεοζήτητος, ον (Μ) αυτός που ζητείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζήτητος (< ζητώ), πρβλ. α ζήτητος, περι ζήτητος] … Dictionary of Greek
ζητητά — ζητητά̱ , ζητητής seeker masc nom/voc/acc dual ζητητής seeker masc voc sg ζητητής seeker masc nom sg (epic) ζητητός sought for neut nom/voc/acc pl ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc/acc dual ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευζήτητος — εὐζήτητος, ον (Α) αυτός που διαπιστώνεται ή εξακριβώνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζήτητος (< ζητώ), πρβλ. α ζήτ ητος, περι ζήτητος)] … Dictionary of Greek
ζητητῶν — ζητητής seeker masc gen pl ζητητός sought for fem gen pl ζητητός sought for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητός — και αρκαδ. τ. ζατός, ή, όν (Α) ζητητός* … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
ζητηταῖς — ζητητής seeker masc dat pl ζητητός sought for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηταί — ζητητής seeker masc nom/voc pl ζητητός sought for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητάς — ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc acc pl ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc nom sg (epic doric aeolic) ζητητά̱ς , ζητητός sought for fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)