-
1 αιτητός
-
2 αἰτητός
-
3 αιτητος
3[adj. verb. к αἰτέω См. αιτεω] просимый, требуемыйδωρητός, οὐκ αἰ. Soph. — преподнесенный как дар, а не выпрошенный
-
4 αἰτητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτητός
-
5 παρ-αιτητός
παρ-αιτητός, zu erbitten, zu besänftigen, ϑεοί, Plat. Legg. X, 905 d, öfter, u. Sp.; – zu verbitten, abzulehnen, Plut. de aud. poet. 5 (p. 86).
-
6 εὐ-παρ-αίτητος
εὐ-παρ-αίτητος, leicht zu erbitten, zu versöhnen; Plut. Phoc. 29; καὶ πρᾷος τοῖς ἁμαρτάνουσι Dio 47.
-
7 δυς-παρ-αίτητος
δυς-παρ-αίτητος, schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.
-
8 δημ-αίτητος
δημ-αίτητος, vom Volke gefordert, Synes.
-
9 θε-αίτητος
θε-αίτητος, von Gott erbeten, Ios.
-
10 ἀ-παρ-αίτητος
ἀ-παρ-αίτητος, 1) unerbittlich, ϑεοί Plat. Legg. X, 907 b; δαίμων Lys. 2, 75; δικασταί Lycurg. 2; Δίκη Dem. 25, 11; öfter bei Sp., bes. Pol. u. D. Hal., εἴς τινα 8, 25; τὸ ἀπ. πρός τινα, die unerbittliche Strenge gegen Jem., Plut. Popl. 3. – 2) was man sich nicht verbitten kann, unvermeidlich, τιμωρίαι Din. 1, 23; Pol. 1, 78; ζημίαι Dion. Hal.; ἁμαρτήματα, nicht abzubitten, nicht wieder gut zu machen, Pol. 30, 4; μηδὲν ἀπ. βουλεύεσϑαι περί τινος 4, 24, wie das gew. ἀνήκεστον. – Adv. ἀπαραιτήτως, Thuc. 3, 84; ἔχειν πρός τινα, unerbittlich streng sein, Pol. 22, 14; καὶ πικρῶς πρός τι D. Hal. 9, 23.
-
11 ἀν-αίτητος
ἀν-αίτητος, ungefordert, Pind. frg. 151.
-
12 αιτητόν
-
13 αἰτητόν
-
14 αναιτητος
-
15 παραιτητος
31) могущий быть умилостивленным, внемлющий мольбам(θεοί Plat.)
2) отклоняемый мольбами, от которого нужно отмаливаться(Περσεφόνεια Plut.)
-
16 αιτητών
-
17 αἰτητῶν
-
18 αιτητά
αἰτητά̱, αἰτητήςone that asks: masc nom /voc /acc dualαἰτητήςone that asks: masc voc sgαἰτητήςone that asks: masc nom sg (epic)αἰτητόςasked for: neut nom /voc /acc pl -
19 αἰτητά
αἰτητά̱, αἰτητήςone that asks: masc nom /voc /acc dualαἰτητήςone that asks: masc voc sgαἰτητήςone that asks: masc nom sg (epic)αἰτητόςasked for: neut nom /voc /acc pl -
20 ἀναίτητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αιτητός — αἰτητός, ή, όν (Α) [αἰτῶ] 1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς 2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί … Dictionary of Greek
αἰτητός — asked for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτητόν — αἰτητός asked for masc/fem acc sg αἰτητός asked for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
αναίτητος — ἀναίτητος, ον (Α) αζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰτητός < αἰτῶ] … Dictionary of Greek
ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] … Dictionary of Greek
ονειραιτητώ — ὀνειραιτητῶ, έω (Α) οδηγούμαι σε αποκαλύψεις με την ερμηνεία ονείρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + αἰτητός (< αἰτῶ)] … Dictionary of Greek
αἰτητά — αἰτητά̱ , αἰτητής one that asks masc nom/voc/acc dual αἰτητής one that asks masc voc sg αἰτητής one that asks masc nom sg (epic) αἰτητός asked for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτητῶν — αἰτητής one that asks masc gen pl αἰτητός asked for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)