-
1 αφαιρετος
-
2 αφαιρετός
η, ό[ν]1) отделимый; съёмный; вставной (о зубах); накладной (о волосах); 2) переносный;αφαιρετή κλίμακα — переносная лестница
-
3 αναφαιρετος
-
4 δυσαφαιρετος
См. также в других словарях:
ἀφαιρετός — to be taken away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετόν — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαίρετον — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc sg ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρετά — ἀφαιρετός to be taken away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαιρέτους — ἀφαιρετός to be taken away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαίρετος — καταφαίρετος, ον (Α) αυτός που αφαιρείται ή έχει αφαιρεθεί από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αφαίρετος (< ἀφαιρῶ), πρβλ. αυ θαίρετος, δυσ αφαίρετος] … Dictionary of Greek
ευαφαίρετος — εὐαφαίρετος, ον (ΑΜ) αυτός που αφαιρείται εύκολα, ευκολοαφαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφαιρετός (< αφαιρώ)] … Dictionary of Greek
προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] … Dictionary of Greek