-
1 αρπαγη
I.дор. ἁρπᾰγά ἥ тж. pl.1) похищение(χρημάτων Isocr.; παίδων Polyb.; γυναικῶν Plut.)
2) грабеж, разбой(ἁ. καὴ βία Xen.; εἰς Xen. и ἐφ΄ ἁρπαγέν τρέπεσθαι Thuc., Plut.)
3) добыча(τοῦ φθάσαντος Aesch.; θηρσίν τινα ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
4) жадность, алчность Xen.II.ἥ1) грабли Eur.2) крюк Men. -
2 ἁρπαγή
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁρπαγή
-
3 αρπαγή
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρπαγή
-
4 αρπάγη
η крюк, багор; гарпун; острога -
5 αρπαγή
η1) захват; 2) ограбление, грабёж, похищение -
6 ἁρπαγή
1. (по)хищение, расхищение, грабеж; 2. добыча, похищенное, награбленное; 3. жадность, алчность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁρπαγή
-
7 ἁρπαγή
-
8 αρπαγα
-
9 αναρπαγη
-
10 διαρπαγη
-
11 επιδρομη
ἥ1) бег (по направлению к чему-л.)ἐπιδρομαὴ κυμάτων Arst. — прибой или прилив
2) набег, нападение(τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.)
ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή Her. — хищнический набег;ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; — стремительно, без приготовления, сгоряча3) место (для) высадки(ἐπιδρομαὴ Λιβύης Eur.)
-
12 κλοπη
дор. κλοπά ἥ1) воровство, кража, хищение(ἁρπαγή τε καὴ κ. Aesch.)
κλοπῆς δίκην ὀφλεῖν Aesch., Plat. — быть наказанным за кражу;ἐπὴ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. — быть казненным за хищение (общественных) денег;ἱερῶν κλοπαί Plat. — ограбление храмов;κλοπαὴ γυναικός Aesch. — похищение (чужой) жены2) обман, хитростьποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Soph. — тайно бежать;
κλοπῇ ἀφῖγμαι Eur. — я тайно пришла сюда;κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. — обманывать речами3) военная хитрость, тайное нападение, засада Xen. -
13 αρπάγι
το см. αρπάγη -
14 άρπαγμα
τό1) хватанье, схватывание; 2) схватка, стычка, драка; 3) см. αρπαγή -
15 αρπαγμός
-
16 αρπαξιά
η см. αρπαγή -
17 αρπάχνα
η см. αρπάγη -
18 724
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 724
См. также в других словарях:
αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρπαγή — seizure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγη — hook fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱ρπάγη , ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης … Dictionary of Greek
αρπαγή — η (Α ἁρπαγή) [αρπάζω] η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων αρχ. 1. τα λάφυρα, η λεία 2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής … Dictionary of Greek
ἁρπαγῇ — ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγῆι , ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπαγή — η 1. αφαίρεση πραγμάτων με τη βία, άρπαγμα, λεηλασία: Οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο επιδόθηκαν σε αρπαγές. 2. βίαιη απαγωγή προσώπου: Οι αρπαγές παιδιών συνήθως γίνονται για να ζητηθούν κατόπι λύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαβίνων, αρπαγή — Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όταν ο Ρωμύλος έχτισε τη Ρώμη, θέλησε να εξασφαλίσει γυναίκες για τους άντρες που είχε συγκεντρώσει εκεί, γι’ αυτό προσκάλεσε τους γείτονες του Σ. να πάνε στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν κάτι αγώνες. Ενώ λοιπόν οι… … Dictionary of Greek
ἁρπαγῆι — ἁρπαγῇ , ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγῇ , ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγῶν — ἁρπάγη hook fem gen pl ἁρπαγή seizure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγαι — ἁρπάγη hook fem nom/voc pl ἁρπάγᾱͅ , ἁρπάγη hook fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)