-
1 ανωιστος
I21) непредвиденный, неожиданный(κακόν Hom.)
2) неведомый, непостижимый(θνητοῖσιν Hom.)
3) незаметно идущий, неслышный(χρόνος Anth.)
II2Her. = ἀνοιστός См. ανοιστος -
2 ανοιστος
См. также в других словарях:
ἀνώιστος — ἀνώϊστος , ἄνοιστος masc nom sg (ionic) ἀνώϊστος , ἀνώιστος unlooked for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώιστος — ἀνώιστος, ον (Α) [οίομαι] απροσδόκητος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
ἀνωίστως — ἀνωΐστως , ἄνοιστος adverbial (ionic) ἀνωΐστως , ἄνοιστος masc acc pl (doric ionic) ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for adverbial ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώιστον — ἀνώϊστον , ἄνοιστος masc acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἄνοιστος neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc sg ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανωιστί — ἀνωιστί κ. ίστως επίρρ. (Α) [ανώιστος] απροσδόκητα, απρόοπτα … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
ἀνωίστοιο — ἀνωΐστοιο , ἄνοιστος masc/neut gen sg (epic ionic) ἀνωΐστοιο , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωίστοισι — ἀνωΐστοισι , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισι , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωίστοισιν — ἀνωΐστοισιν , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισιν , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωίστου — ἀνωΐστου , ἄνοιστος masc/neut gen sg (ionic) ἀνωΐστου , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωίστων — ἀνωΐστων , ἄνοιστος fem gen pl (ionic) ἀνωΐστων , ἄνοιστος masc/neut gen pl (ionic) ἀνωΐστων , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)