-
1 ανύπαρκτον
-
2 ἀνύπαρκτον
См. также в других словарях:
ἀνύπαρκτον — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem acc sg ἀνύπαρκτος non existent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несоущьнъ — (1*) пр. Не имеющий (божественной) сущности (об учении Павла Самосатского, считавшего Иисуса Христа простым человеком, а не Богом): Павьли˫ане. ѿ павьла самосатѹсиискааго. сь павьлъ. несѹщьна х҃са. просто извѣщаеть. (ἀνύπαρκτον) КЕ XII, 258а. Ср … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… … Dictionary of Greek