-
1 ανοστητος
-
2 ἀνόστητος
ἀνόστ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόστητος
-
3 ἀνόστητος
ἀ-νόστητος, (1) nicht zurückkehrend (2) woraus man nicht zurückkehren kann -
4 ανόστητον
-
5 ἀνόστητον
-
6 ανοστήτοιο
-
7 ἀνοστήτοιο
-
8 ανοστήτοισι
-
9 ἀνοστήτοισι
-
10 ανοστήτου
-
11 ἀνοστήτου
-
12 ανοστήτους
-
13 ἀνοστήτους
-
14 ανοστήτων
-
15 ἀνοστήτων
См. также в других словарях:
ανόστητος — ἀνόστητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω 2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» για τον Αδη) … Dictionary of Greek
ἀνόστητον — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc sg ἀνόστητος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτοιο — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτοισι — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτου — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτους — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτων — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)