Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνόστητος

См. также в других словарях:

  • ανόστητος — ἀνόστητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω 2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» για τον Αδη) …   Dictionary of Greek

  • ἀνόστητον — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc sg ἀνόστητος unreturning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοστήτοιο — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοστήτοισι — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοστήτου — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοστήτους — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοστήτων — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»