1 ανοροφος
(πέτραι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > ανοροφος
ανόροφος — η, ο (Α ἀνόροφος, ον) ο δίχως οροφή … Dictionary of Greek
ἀνορόφους — ἀνόροφος roofless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)