-
1 ανορεκτος
21) не имеющий желаний, лишенный потребностей(τινος и περί τι Arst.)
2) не имеющий аппетита(οἱ νοσοῦντες Plut.)
3) не возбуждающий аппетита Plut. -
2 ανόρεκτος
η, ο [ος, ον ] см. ανόρεχτος
См. также в других словарях:
ἀνόρεκτος — without appetite for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος … Dictionary of Greek
ἀνορέκτως — ἀνόρεκτος without appetite for adverbial ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρεκτον — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc sg ἀνόρεκτος without appetite for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεκτότεροι — ἀνόρεκτος without appetite for masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτοις — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτους — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτων — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτῳ — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρεκτοι — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεκτοτέρας — ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem acc comp pl ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)