Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνόρεκτος

См. также в других словарях:

  • ἀνόρεκτος — without appetite for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνορέκτως — ἀνόρεκτος without appetite for adverbial ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόρεκτον — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc sg ἀνόρεκτος without appetite for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορεκτότεροι — ἀνόρεκτος without appetite for masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορέκτοις — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορέκτους — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορέκτων — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορέκτῳ — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόρεκτοι — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορεκτοτέρας — ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem acc comp pl ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»