Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνίσου

  • 1 ανίσου

    ἄνισος
    unequal: masc /fem /neut gen sg
    ἀ̱νίσου, ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνισόω
    equalize: pres imperat act 2nd sg
    ἀνί̱σου, ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg
    ἀνισόω
    equalize: pres imperat act 2nd sg
    ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ανίσου

  • 2 ἀνίσου

    ἄνισος
    unequal: masc /fem /neut gen sg
    ἀ̱νίσου, ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνισόω
    equalize: pres imperat act 2nd sg
    ἀνί̱σου, ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg
    ἀνισόω
    equalize: pres imperat act 2nd sg
    ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ἀνισόω
    equalize: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀνίσου

См. также в других словарях:

  • ἀνίσου — ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg ἀ̱νίσου , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg ἀνί̱σου , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg ἀνισόω equalize… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неравьныи — (13) пр. 1.Неравный, неодинаковый: аще ли тако множаиша мѣста обрѧщютьсѧ въ нихъже обои прѣдѣли сѹть ˫ако не мощи равьныимъ раздѣлити числъмь тѣхъ мѣстъ неравьнѹ ‹сѹ›щю пьрвѣѥ раздѣл˫аѥтьсѧ равьна˫а числа (ἀνίσου) КЕ XII, 161а; Поне же моиси свою …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κακόκεντρο — (για γραμματόσημο) εκείνο τού οποίου η εικόνα αφήνει περιθώρια άνισου πλάτους σε σχέση με τη διάτρηση …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • Πουκεβίλ, Φρανσουά Σαρλ Iγκ Λοράν — (Pouqueville, Mερλερό, Nορμανδία 1770 – Παρίσι 1838). Γάλλος διπλωμάτης, λόγιος, φιλέλληνας και περιηγητής του ελληνικού χώρου. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και από επιστημονικό ιατρικό ενδιαφέρον ακολούθησε, μαζί με τον δάσκαλό του Α. Ντιμπουά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»