-
1 ανιεμαι
-
2 ἀνίεμαι
pass. поднимаюсь, оттаиваю -
3 ἀνίημι
См. также в других словарях:
ἀνίεμαι — ἀνίημι send up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερανίεμαι — Α γίνομαι αραιότερος από όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίεμαι «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek