-
1 ανήμελκτος
-
2 ἀνήμελκτος
-
3 ανημελκτος
-
4 ἀνήμελκτος
ἀνήμελκτος, ον,A unmilked, Od.9.439.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνήμελκτος
-
5 ἀνήμελκτος
ἀν-ήμελκτος ( ἀμέλγω): unmilked, Od. 9.439†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνήμελκτος
-
6 ἀνήμελκτος
-
7 ανήμελκτον
-
8 ἀνήμελκτον
-
9 ἀν-άμελκτος
ἀν-άμελκτος, gew. Form für die p. ἀνήμελκτος, Schol. Theocr. 1, 6.
-
10 ἀνίσχαλος
ἀνίσχαλος, E. M. ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀϑήλαστος.
-
11 ανημέλκτοιο
-
12 ἀνημέλκτοιο
-
13 ανημέλκτου
-
14 ἀνημέλκτου
-
15 ανήμελκτα
-
16 ἀνήμελκτα
-
17 ανήμελκτοι
-
18 ἀνήμελκτοι
-
19 ἀνάμελκτος
ἀν-άμελκτος, ον,A unmilked, Sch.Theoc.1.6; cf. ἀνήμελκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάμελκτος
-
20 ἀνίσχαλος
ἀνίσχαλος· ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος, EM110.32, cf. Hsch.A s.v. σχαλίσαι (- αδον EM739.43
, Suid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίσχαλος
См. также в других словарях:
ανήμελκτος — ἀνήμελκτος, ον (Α) [αμέλγω] μη αρμεγμένος, ανάρμεχτος … Dictionary of Greek
ἀνήμελκτος — unmilked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήμελκτον — ἀνήμελκτος unmilked masc/fem acc sg ἀνήμελκτος unmilked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημέλκτοιο — ἀνήμελκτος unmilked masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνημέλκτου — ἀνήμελκτος unmilked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήμελκτα — ἀνήμελκτος unmilked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήμελκτοι — ἀνήμελκτος unmilked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)