-
1 ανεφικτος
-
2 ανέφικτος
η, ο [ος, ον ] недоступный, недостижимый, недосягаемый; неосуществимый -
3 ανέφικτος
[анэфиктос] επ недостижимый, недоступный.
См. также в других словарях:
ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος … Dictionary of Greek
ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφίκτων — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)