-
1 ανέφελον
-
2 ἀνέφελον
См. также в других словарях:
ἀνέφελον — ἀνέφελος unclouded masc/fem acc sg ἀνέφελος unclouded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek