Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνέκδοτος

См. также в других словарях:

  • ἀνέκδοτος — not given in marriage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ανέκδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν εκδόθηκε, δε δημοσιεύτηκε: Πολλές σημαντικές μελέτες του ήταν ακόμη ανέκδοτες. 2. το ουδ. ως ουσ., το ανέκδοτο σύντομη αφήγηση χαρακτηριστικού επεισοδίου, συνήθως εύθυμου, που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο και διασώθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνέκδοτον — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc sg ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότου — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότους — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότων — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκδοτα — ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκδοτοι — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРСЕНИЙ АВТОРИАН — [греч. ̓Αρσένιος Αὐτωρειανός] (1200, К поль 30.09.1273, Проконис), свт., Патриарх К польский (нояб. 1254 февр. или март 1260; июнь 1261 1265). Происходил из знатной к польской семьи Феодора (или Алексея) Агаллиана, судьи дрома, и Ирины Каматиры.… …   Православная энциклопедия

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»