-
1 ανέγναψαν
-
2 ἀνέγναψαν
См. также в других словарях:
ἀνέγναψαν — ἀνά γνάφω aor ind act 3rd pl ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανέγναψαν
2 ἀνέγναψαν
ἀνέγναψαν — ἀνά γνάφω aor ind act 3rd pl ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)