-
1 ανάτρησις
-
2 ἀνάτρησις
-
3 ανατρησις
-
4 ἀνάτρησις
A perforation, Ph.Bel.57.16; trepanning, Plu.Cat.Ma.9, Leonid. ap. Aët.15.12.2 hole bored, Plu.2.968b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάτρησις
-
5 ἀνάτρησις
ἀνά-τρησις, das Durchbohren; Löcher, Höhlungen -
6 ανατρήσει
ἀνάτρησιςperforation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀνατρήσεϊ, ἀνάτρησιςperforation: fem dat sg (epic)ἀνάτρησιςperforation: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἀνατρήσει
ἀνάτρησιςperforation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀνατρήσεϊ, ἀνάτρησιςperforation: fem dat sg (epic)ἀνάτρησιςperforation: fem dat sg (attic ionic) -
8 ανατρήσεις
ἀνάτρησιςperforation: fem nom /voc pl (attic epic)ἀνάτρησιςperforation: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἀνατρήσεις
ἀνάτρησιςperforation: fem nom /voc pl (attic epic)ἀνάτρησιςperforation: fem nom /acc pl (attic) -
10 ανατρήσεσι
-
11 ἀνατρήσεσι
-
12 ανατρήσεσιν
-
13 ἀνατρήσεσιν
-
14 ανατρήσεων
-
15 ἀνατρήσεων
-
16 ανατρήσεως
-
17 ἀνατρήσεως
-
18 ανάτρησιν
-
19 ἀνάτρησιν
См. также в других словарях:
ἀνάτρησις — perforation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσει — ἀνάτρησις perforation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνατρήσεϊ , ἀνάτρησις perforation fem dat sg (epic) ἀνάτρησις perforation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεις — ἀνάτρησις perforation fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάτρησις perforation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεσι — ἀνάτρησις perforation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεσιν — ἀνάτρησις perforation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάτρησιν — ἀνάτρησις perforation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα … Dictionary of Greek
ἀνατρήσεων — ἀνατρήσεω̆ν , ἀνάτρησις perforation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεως — ἀνατρήσεω̆ς , ἀνάτρησις perforation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)