-
1 αναστειρος
-
2 ἀνάστειρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάστειρος
-
3 ἀνάστειρος
-
4 αναστείρου
-
5 ἀναστείρου
См. также в других словарях:
ἀναστείρου — ἀνάστειρος with a high prow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)