-
1 ανάριστος
-
2 ἀνάριστος
-
3 αναριστος
-
4 ἀνάριστος
ἀνᾱριστ-ος, ον,A = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάριστος
-
5 αναριστητος
-
6 ανάριστον
-
7 ἀνάριστον
-
8 αναρίστους
-
9 ἀναρίστους
-
10 αναρίστων
-
11 ἀναρίστων
-
12 ανάριστοι
-
13 ἀνάριστοι
См. также в других словарях:
ανάριστος — ἀνάριστος, ον (Α) ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άριστον «πρωινό». ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ] … Dictionary of Greek
ἀνάριστος — dinnerless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάριστον — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc sg ἀνάριστος dinnerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίστους — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίστων — ἀνάριστος dinnerless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάριστοι — ἀνάριστος dinnerless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναριστία — ἀναριστία, η (Α) [ανάριστος] το να μην τρώει κανείς πρόγευμα, έλλειψη προγεύματος … Dictionary of Greek
αναριστώ — ἀναριστῶ ( έω) (Α) [ανάριστος] δεν τρώω, δεν παίρνω πρόγευμα … Dictionary of Greek