Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνάριστος

См. также в других словарях:

  • ανάριστος — ἀνάριστος, ον (Α) ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άριστον «πρωινό». ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ] …   Dictionary of Greek

  • ἀνάριστος — dinnerless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάριστον — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc sg ἀνάριστος dinnerless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίστους — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίστων — ἀνάριστος dinnerless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάριστοι — ἀνάριστος dinnerless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναριστία — ἀναριστία, η (Α) [ανάριστος] το να μην τρώει κανείς πρόγευμα, έλλειψη προγεύματος …   Dictionary of Greek

  • αναριστώ — ἀναριστῶ ( έω) (Α) [ανάριστος] δεν τρώω, δεν παίρνω πρόγευμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»