Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνάπωτις

См. также в других словарях:

  • ανάπωτις — ἀνάπωτις ( ιδος), η (Α) η άμπωτη* …   Dictionary of Greek

  • ἀνάπωτις — being sucked back fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπωτιν — ἀνάπωτις being sucked back fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»