-
1 ανάκωλος
-
2 ἀνάκωλος
-
3 ἀνάκωλος
ἀνάκωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκωλος
-
4 ανάκωλον
-
5 ἀνάκωλον
-
6 ανακώλους
-
7 ἀνακώλους
-
8 ανακώλων
-
9 ἀνακώλων
-
10 ανάκωλοι
-
11 ἀνάκωλοι
См. также в других словарях:
ἀνάκωλος — docked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκωλος — η, ο (Α ἀνάκωλος, ον) καθισμένος ανάποδα επάνω σε υποζύγιο αρχ. βραχύς, κοντός, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κωλος < κῶλον] … Dictionary of Greek
ἀνάκωλον — ἀνάκωλος docked masc/fem acc sg ἀνάκωλος docked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακώλους — ἀνάκωλος docked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακώλων — ἀνάκωλος docked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάκωλοι — ἀνάκωλος docked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)