Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνάκωλος

См. также в других словарях:

  • ἀνάκωλος — docked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκωλος — η, ο (Α ἀνάκωλος, ον) καθισμένος ανάποδα επάνω σε υποζύγιο αρχ. βραχύς, κοντός, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κωλος < κῶλον] …   Dictionary of Greek

  • ἀνάκωλον — ἀνάκωλος docked masc/fem acc sg ἀνάκωλος docked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακώλους — ἀνάκωλος docked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακώλων — ἀνάκωλος docked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάκωλοι — ἀνάκωλος docked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»