-
1 ανακλισις
- εως ἥ1) лежачее положение, лежание(ἀ. καὴ στάσις καὴ καθέδρα Arst.)
2) подъем (с постели), вставание(ἐξέγερσις καὴ ἀ. Plut.)
-
2 ανατασις
- εως ἥ1) протяжениеἡ εἰς ὕφος ἀ. Polyb. — высота
2) (предполож. вм. v. l. ἀνάκλισις) согнутость(τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον Plut.)
3) угрожающая поза, грозный вид Polyb., Plut.4) высокомерие, надменность(ἀ. τοῦ φρονήματος Plut.)
5) воздержание(μέ κακοῦν ἀνατάσει τὸ σῶμα Plut.)
-
3 καθεδρα
ἥ1) сиденье, стул или скамья(ἥ κλίνη τῆς καθέδρας ἀμείνων Plut.; καθέδραι τῶν πωλούντων NT.)
αἱ ἐπὴ τῶν πλοίων καθέδραι Polyb. — корабельные скамьи (для гребцов)2) логовище, нора(τοῦ λαγώ Xen.)
3) сидение, сидячее положение(ἥ ἀνάκλισις καὴ ἥ στάσις καὴ ἥ κ. Arst.)
4) сидение без дела, бездействие(κ. καὴ σχολή Plut.; ἐν τῇ καθέδρᾳ Thuc.)
-
4 προσανακλισις
См. также в других словарях:
восклонение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἀνάνευσις) успокоение; (ἀνάκλισις) постель, ложе;… … Словарь церковнославянского языка
ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… … Dictionary of Greek