-
1 ανάθρεπτος
-
2 ἀνάθρεπτος
-
3 ἀνάθρεπτος
ἀνά-θρεπτος, ον,A foster-child, of a slave, Lat. verna, App.BC4.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάθρεπτος
См. также в других словарях:
ἀνάθρεπτος — foster child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη … Dictionary of Greek
αναθρεφτός — ή, ό βλ. αναθρεπτός … Dictionary of Greek