-
1 αναγκα
-
2 αναγκη
дор. ἀνάγκα ἥ1) необходимость, неизбежностьὑπ΄ ἀνάγκης Hom., Hes., Aesch., Soph., Thuc., ἀνάγκῃ Hom., Soph., Thuc., σὺν ἀνάγκῃ Pind., δι΄ и ἐξ ἀνάγκης Soph., Thuc., Plat., Arst., πρὸς ἀνάγκην Aesch., Arph., Plut., Luc. и κατ΄ ἀνάγκην Xen. — в силу необходимости, поневоле;
κατ΄ ἀνάγκην ἐπιτελεῖν τι Polyb. — выполнить что-л. во что бы то ни стало;εἴπερ ἀ. Hom. — если необходимо;2) предопределение (свыше), судьба, рок(ἀ. δαιμόνων и αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι Eur.)
3) закономерность, закон(τῶν οὐρανίων Xen.)
ἔγγραφοι ἀνάγκαι Plut. — писаные законы4) нужда, потребность(γαστρὸς ἀνάγκαι Aesch.; ἐρωτικαὴ ἀνάγκαι Plat.)
5) мучительный труд, страдание, мучение(πόνοι καὴ ἀνάγκαι Eur.)
ἕρπειν κατ΄ ἀνάγκην Soph. — влачиться с трудом;ὑπ΄ ἀνάγκας βοᾶν Soph. — кричать от боли;ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Eur. — в родовых муках6) принуждение, насилиеἀνάγκῃ Hom. — по принуждению;
τὰς ἀνάγκας προσάγειν τινί Thuc. — применять насилие к кому-л.7) (преимущ. pl.) меры принуждения, пыткаἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Her. — быть ведомым на пытку;
τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα Polyb. — орудия пытки8) неодолимая сила доказательства, искусный довод(ῥητόρων ἀνάγκαι Anacr.)
9) кровная близость, родство Xen., Isocr.
См. также в других словарях:
ἀνάγκα — ἀνάγκᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc/acc dual ἀνάγκᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκᾳ — ἀνάγκαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκάσας — ἀναγκά̱σᾱς , ἀναγκάζω force fut part act fem acc pl (doric) ἀναγκά̱σᾱς , ἀναγκάζω force fut part act fem gen sg (doric) ἀναγκάσᾱς , ἀναγκάζω force aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκας — ἀνάγκᾱς , ἀνάγκη force fem acc pl ἀνάγκᾱς , ἀνάγκη force fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκάσαι — ἀναγκά̱σᾱͅ , ἀναγκάζω force fut part act fem dat sg (doric) ἀναγκάζω force aor inf act ἀναγκάσαῑ , ἀναγκάζω force aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκάσαις — ἀναγκά̱σαις , ἀναγκάζω force fut part act fem dat pl (doric) ἀναγκάζω force aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἀναγκάζω force aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκαν — ἀνάγκᾱν , ἀνάγκη force fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek