-
1 αναβάθρα
ἀναβάθρᾱ, ἀνάβαθραflight of steps: fem nom /voc /acc dual——————ἀναβάθρᾱͅ, ἀνάβαθραflight of steps: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανάβαθρα
-
3 ἀνάβαθρα
-
4 ἀναβάθρα
Βλ. λ. αναβάθρα -
5 ἀναβάθρᾳ
Βλ. λ. αναβάθρα -
6 ἀνάβαθρα
ἀνάβαθ-ρα, ἡ, = sq.,II flight of steps, Str.7.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάβαθρα
-
7 αναβάθρας
ἀναβάθρᾱς, ἀνάβαθραflight of steps: fem acc plἀναβάθρᾱς, ἀνάβαθραflight of steps: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀναβάθρας
ἀναβάθρᾱς, ἀνάβαθραflight of steps: fem acc plἀναβάθρᾱς, ἀνάβαθραflight of steps: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αναβάθραι
-
10 ἀναβάθραι
-
11 αναβαθρών
-
12 ἀναβαθρῶν
-
13 αναβάθραις
-
14 ἀναβάθραις
См. также в других словарях:
ἀναβάθρα — ἀναβάθρᾱ , ἀνάβαθρα flight of steps fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθρᾳ — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβαθρα — flight of steps fem nom/voc sg ἀνάβαθρον raised seat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάθρα — η (Α ἀναβάθρα) κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων) μσν. ξύλινη εξέδρα αρχ. κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βάθρα < βαίνω] … Dictionary of Greek
αναβάθρα — η σκάλα για ανέβασμα ιδίως σε πλοία: Έβαλαν την αναβάθρα, κι άρχισε η επιβίβαση των επιβατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβάθρας — ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem acc pl ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθραι — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθρῶν — ἀνάβαθρα flight of steps fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθραις — ἀνάβαθρα flight of steps fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)