-
1 ανεπαύσαντο
ἀναπαύωmake to cease: aor ind mid 3rd pl——————ἀνεπαύσαντο, ἀναπαύωmake to cease: aor ind mid 3rd pl -
2 ἀνεπαύσαντο
Βλ. λ. ανεπαύσαντο -
3 ἀνἐπαύσαντο
Βλ. λ. ανεπαύσαντο -
4 ἐρατύω
-
5 ἐρητύω
Grammatical information: v.Meaning: `keep back, hinder'Other forms: Aor. ἐρητῦσαι (Il.; rare S., E.), (Dor.) ἐρατύει S. OC 164 (lyr.), ἐράτοθεν (= ἐρήτυθεν Β 99) ἀνεπαύσαντο H. (cf. Schwyzer 182, Hoffmann Dial. 1, 166; 283, Bechtel Dial. 1, 401; prob. Cyprian, which DELG considers wrong).Derivatives: noneOrigin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,557Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρητύω
См. также в других словарях:
ἀνἐπαύσαντο — ἀνεπαύσαντο , ἀναπαύω make to cease aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαύσαντο — ἀναπαύω make to cease aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek