Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνἐπαύσαντο

См. также в других словарях:

  • ἀνἐπαύσαντο — ἀνεπαύσαντο , ἀναπαύω make to cease aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαύσαντο — ἀναπαύω make to cease aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»