Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνϑρακίη

См. также в других словарях:

  • ἀνθρακιῇ — ἀνθρακίζω make charcoal of fut ind mid 2nd sg ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίαις — Ἀνθρακίη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίην — Ἀνθρακίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίης — Ἀνθρακίη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …   Dictionary of Greek

  • Ἀνθρακίαι — Ἀνθρακίᾱͅ , Ἀνθρακίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίαν — Ἀνθρακίᾱν , Ἀνθρακίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»