-
1 ανθρακιη
-
2 ανθρακιή
ἀνθρακίζωmake charcoal of: fut ind mid 2nd sgἀνθρακιάburning charcoal: fem dat sg (epic ionic) -
3 ἀνθρακιῇ
ἀνθρακίζωmake charcoal of: fut ind mid 2nd sgἀνθρακιάburning charcoal: fem dat sg (epic ionic) -
4 ἀνθρακιή
ἀνθρακιή ( ἄνθραξ): heap of glowing coals, Il. 9.213†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνθρακιή
-
5 ανθρακια
ион. ἀνθρᾰκιή ἥ1) раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.τιθέναι τινὰ ἐπὴ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. — жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви
2) сажа Anth. -
6 Ανθρακία
Ἀνθρακίᾱ, Ἀνθρακίηfem nom /voc /acc dualἈνθρακίᾱ, Ἀνθρακίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 Ἀνθρακία
Ἀνθρακίᾱ, Ἀνθρακίηfem nom /voc /acc dualἈνθρακίᾱ, Ἀνθρακίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 Ανθρακίας
-
9 Ἀνθρακίας
-
10 ἀνθρακιά
ἀνθρακιά, ἡ, Kohlenhause, Il. 9, 213; Ar. Equ. 777. Häufig in der Anthologie von Verliebten, z. B. κύπριδος Posidip. 8 (V, 211); ϑέσϑε με ἀνϑρακιήν, ihr machtet mich zu einem Kohlenhaufen, verzehrtet mich in Liebesgluth, Asclep. 13 (XII, 166); vgl. Mel. 15; Ep. ad. 3 (XII, 72. 17). – Kohlenschwärze, Antiphil. (XI, 66), wo ἀνϑρακίη accentuirt ist.
-
11 Ανθρακίαι
-
12 Ἀνθρακίαι
-
13 Ανθρακίαις
-
14 Ἀνθρακίαις
-
15 Ανθρακίαν
-
16 Ἀνθρακίαν
-
17 Ανθρακίην
-
18 Ἀνθρακίην
-
19 Ανθρακίης
-
20 Ἀνθρακίης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνθρακιῇ — ἀνθρακίζω make charcoal of fut ind mid 2nd sg ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίαις — Ἀνθρακίη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίην — Ἀνθρακίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίης — Ἀνθρακίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
Ἀνθρακίαι — Ἀνθρακίᾱͅ , Ἀνθρακίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίαν — Ἀνθρακίᾱν , Ἀνθρακίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)