-
1 ἀνόπαια
ἀνόπαια, Od. 1, 320 ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀϑήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνόπαια διέπτατο, verschieden erklärt. Aristarch, behaupten die Scholl., habe ἀνόπαια betont u. das Wort als Namen einer Art Vogel betrachtet, sich berufend auf Od. 3, 372 ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀϑήνη φήνῃ εἰδομένη. Herodian soll, nach den Scholl. u. Eustath. p. 1419, 34 ἀνοπαῖα betont u. das Wort für ein als advb. gebrauchtes neutr. plur. angesehn haben mit der Bdtg ἀοράτως, ungesehn. Vgl. Apoll. lex. Hom. p. 36, 30. Einige, sagt Eustath., erklärten das Wort durch ἀνωφερής, aufwärts, indem sie sich auf Empedocl. (frgm. ed. Stein p. 52) beriefen, welcher vom Feuer gesagt habe καρπαλίμως δ' ἀνόπαιον. Auch vergleicht Eustath. eine Stelle des Her. (7, 216), wo Ἀνόπαια Name eines Gebirges u. Gebirgsweges ist. Im Hom. betont Bekk. (sowohl in der Ausgabe von 1858 als in der von 1843) ἀνοπαῖα.
-
2 δια-πέτομαι
δια-πέτομαι (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀϑήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v. l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
См. также в других словарях:
ἀνοπαῖα — unseen indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνόπαια — Ἀνοπαία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπαια — ἀνοπαῖα unseen indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόπαια — Το μονοπάτι του όρους Οίτη απ’ όπου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες για να προσβάλουν από τα νώτα τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Από το ίδιο μονοπάτι εισέβαλαν οι Γαλάτες με τον Βρέννο το 278 π.Χ. * * * ἀνόπαια επίρρ. (Α) προς τα επάνω, προς τον… … Dictionary of Greek
Ἀνόπαιαν — Ἀνοπαία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANOPAEA — I. ANOPAEA Graecis quae Anapha Hebraeis, nomen Aquilae, ab ira factum. Meminit eius Homer. Od. a. v. 320. de Minerva loquens, quam avi huic comparat: Ο῎ρνις δ᾿ ὡς ἀνόπαια διέπτατο Avis ut anopaea, avolavit: ob celeritatem huius avis, quam inter… … Hofmann J. Lexicon universale
Αλπηνός ή Αλπηνού — Αρχαία πόλη των Λοκρών κοντά στα σύνορα των Μαλιέων, ΝΑ των Θερμοπυλών. Εκεί οδηγούσε η ατραπός Ανόπαια μέσα από την οποία ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα των Ελλήνων, στη μάχη των Θερμοπυλών. Η πόλη δέσποζε στα στενά και ήταν απαραίτητη… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek