Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνόνητος

См. также в других словарях:

  • ανόνητος — ἀνόνητος, ον (Α) [ονίνημι] 1. ο μη χρήσιμος, ανώφελος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνόνητα μάταια, άδικα 3. ενεργ. «ποιῶ τινὰ ἀνόνητον τῶν ἀγαθῶν» στερώ από κάποιον τα αγαθά …   Dictionary of Greek

  • ἀνόνητος — unprofitable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτως — ἀνόνητος unprofitable adverbial ἀνόνητος unprofitable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόνητον — ἀνόνητος unprofitable masc/fem acc sg ἀνόνητος unprofitable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτοις — ἀνόνητος unprofitable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτου — ἀνόνητος unprofitable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτους — ἀνόνητος unprofitable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτων — ἀνόνητος unprofitable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνονήτῳ — ἀνόνητος unprofitable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόνητα — ἀνόνητος unprofitable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόνητοι — ἀνόνητος unprofitable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»