-
1 ἀνόμιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόμιμος
-
2 ανόμιμον
-
3 ἀνόμιμον
-
4 ανόμιμα
-
5 ἀνόμιμα
-
6 ανόμιμοι
-
7 ἀνόμιμοι
См. также в других словарях:
ανόμιμος — ἀνόμιμος, ον (Α) ο μη νόμιμος … Dictionary of Greek
ἀνόμιμον — ἀνόμιμος masc/fem acc sg ἀνόμιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόμιμα — ἀνόμιμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόμιμοι — ἀνόμιμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)