-
1 ανωρυομαι
См. также в других словарях:
ανωρύομαι — ἀνωρύομαι (Α) κραυγάζω, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
ἀνωρύετο — ἀνωρύ̱ετο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd sg ἀνωρύ̱ετο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωρύοντο — ἀνωρύ̱οντο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd pl ἀνωρύ̱οντο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)