-
1 ανωρτάλιζες
-
2 ἀνωρτάλιζες
-
3 κερουτιάω
κερουτιάω, eigtl. von Stieren od. Hirschen, die Hörner, das Geweih drohend in die Höhe richten; ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας Ar. Equ. 1341, Schol. κεφαλὴν ἀνέτεινας, du warfst den Kopf in die Höhe, Phot. erkl. γαυριᾶν.
См. также в других словарях:
ἀνωρτάλιζες — ἀνορταλίζω clap the wings and crow imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερουτιώ — κερουτιῶ, άω (Α) 1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω 2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ (< *κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. τού κερούσσα, <… … Dictionary of Greek