-
1 ανωδύρετο
-
2 ἀνωδύρετο
См. также в других словарях:
ἀνωδύρετο — ἀνωδύ̱ρετο , ἀνοδύρομαι break into wailing imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανωδύρετο
2 ἀνωδύρετο
ἀνωδύρετο — ἀνωδύ̱ρετο , ἀνοδύρομαι break into wailing imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)