Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνυπάρκτων

См. также в других словарях:

  • ἀνυπάρκτων — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρταρίνος — ο, Ν 1. όνομα ενός κωμικοτραγικού προσώπου τού γαλλικού μυθιστορήματος ο οποίος παρίστανε τον εαυτό του ως ήρωα ανύπαρκτων κατορθωμάτων 2. ως προσηγ. ο ταρταρίνος ψευτοπαληκαράς, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartarin. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») …   Dictionary of Greek

  • ρεκλάμα — η, Ν 1. διαφήμιση 2. επίδειξη ανύπαρκτων προσόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reclame < ρ. reclamer «απαιτώ, επικαλούμαι» (< λατ. reclamo «αντιλέγω, αντηχώ»)] …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • σκιαμαχώ — σκιαμαχῶ, έω, ΝΑ, και σκιομαχῶ Α μτφ. μάχομαι εναντίον ανύπαρκτων εχθρών, αγωνίζομαι μάταια, άσκοπα αρχ. 1. εξασκούμαι στην πυγμαχία 2. φρ. α) «πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶ» ασκώ τους βραχίονές μου πυγμαχώντας με τον αέρα (Κρατ.) β) «ἔπη μάτην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • σκιαμαχία — η 1. η μάχη εναντίον ανύπαρκτων εχθρών. 2. μάταιος αγώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαμαχώ — σκιαμάχησα 1. μάχομαι εναντίον σκιών, εναντίον ανύπαρκτων εχθρών. 2. αγωνίζομαι μάταια και άσκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»