Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνυπάρκτου

См. также в других словарях:

  • ἀνυπάρκτου — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • καζαμίας — Τύπος λαϊκού ημερολογίου, είδος αλμανάκ. Βλ. λ. αλμανάκ. * * * ο τίτλος μικρού λαϊκού ημερολογίου που περιέχει προφητείες, ανέκδοτα κ.λπ., ημερολόγιο, καλαντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Casamia, όν. ανύπαρκτου αστρολόγου, το οποίο έμπαινε ως τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • μεσία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 316 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 51 χλμ. ΝΔ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωπού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπραξία — ἡ, Μ διήγηση ανύπαρκτου έργου, αναφορά σε κάτι που δεν έχει συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πρᾶξις + κατάλ. ία (πρβλ. δικαιο πραξία)] …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • τοκίζω — τόκισα, τοκίστηκα, τοκισμένος 1. μτβ., δανείζω με τόκο: Τοκισμένα χρήματα. 2. αμτβ., είμαι τοκιστής, είμαι τοκογλύφος: Τοκίζει και ζει. 3. δεν εργάζομαι από τεμπελιά, σαν να ζω από τόκους ανύπαρκτου κεφαλαίου: Τοκίζει ο ακαμάτης, κι ας υπάρχουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»