Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνυπάρκτους

См. также в других словарях:

  • ἀνυπάρκτους — ἀνύπαρκτος non existent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δατισμός — ο (Α δατισμός) το να μιλάει κανείς Ελληνικά όπως ο Δάτις στον Μαραθώνα, δηλ. να χρησιμοποιεί ανύπαρκτους παθητικούς τύπους ρημάτων που απαντούν μόνο στην ενεργητική φωνή …   Dictionary of Greek

  • δογκιχωτικός — ή, ό και δονκιχωτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος 2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι.… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνολόγος — ο, η αυτός που επικαλείται κατά κόρον ανύπαρκτους στην πραγματικότητα κινδύνους ή μεγαλοποιεί υπαρκτούς κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδυνος + λόγος (< λόγος < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ντεζιντέριο ή Μονσού Ντεζιντέριο — (Desiderio ή Monsu Desiderio). Επώνυμο με το οποίο είχε επικρατήσει να ονομάζεται ο ζωγράφος μιας αξιόλογης και πρωτότυπης σειράς αρχιτεκτονικών απόψεων των αρχών του 17ου αιώνα. Οι πίνακές του απεικονίζουν φανταστικά κτίρια, ερείπια, ανύπαρκτους …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνολογώ — ( είς, εί κτλ.), κινδυνολόγησα, δημιουργώ ανησυχία ομιλώντας διαρκώς για κινδύνους (συνήθως ανύπαρκτους), επισείω κινδύνους. Oυσ. κινδυνολογία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»