-
1 ανυδρία
ἀνυδρίᾱ, ἀνυδρίαwant of water: fem nom /voc /acc dualἀνυδρίᾱ, ἀνυδρίαwant of water: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνυδρίαι, ἀνυδρίαwant of water: fem nom /voc plἀνυδρίᾱͅ, ἀνυδρίαwant of water: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανυδρια
-
3 ανυδρία
ανυδριά η безводье; засуха -
4 ἀνυδρία
Βλ. λ. ανυδρία -
5 ἀνυδρίᾳ
Βλ. λ. ανυδρία -
6 ἀνυδρία
ἀνυδρ-ία, ἡ,A want of water, drought, Hp.Aër.12, Th.3.88, PPetr.2p.22; lack of irrigation, PLond. ined. 2179 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυδρία
-
7 ἀνυδρία
ἀν-υδρία, Wassermangel, Dürre -
8 ανυδρίας
ἀνυδρίᾱς, ἀνυδρίαwant of water: fem acc plἀνυδρίᾱς, ἀνυδρίαwant of water: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἀνυδρίας
ἀνυδρίᾱς, ἀνυδρίαwant of water: fem acc plἀνυδρίᾱς, ἀνυδρίαwant of water: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ανυδρίαι
ἀνυδρίαwant of water: fem nom /voc plἀνυδρίᾱͅ, ἀνυδρίαwant of water: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 ἀνυδρίαι
ἀνυδρίαwant of water: fem nom /voc plἀνυδρίᾱͅ, ἀνυδρίαwant of water: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 αυδρια
-
13 ανυδρίαν
-
14 ἀνυδρίαν
-
15 ἀ-ϋδρία
-
16 безводье
η ανυδρία, η λειψυδρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безводье
-
17 ανυντριά
η см. ανυδρία -
18 ανυδρίαις
-
19 ἀνυδρίαις
-
20 ανυδρίης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνυδρία — ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc/acc dual ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίᾳ — ἀνυδρίαι , ἀνυδρία want of water fem nom/voc pl ἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυδρία — η (Α ἀνυδρία) έλλειψη νερού, λειψυδρία, ανομβρία … Dictionary of Greek
ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυδρίας — ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem acc pl ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαι — ἀνυδρία want of water fem nom/voc pl ἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαν — ἀνυδρίᾱν , ἀνυδρία want of water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίαις — ἀνυδρία want of water fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδρίης — ἀνυδρία want of water fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безводиѥ — БЕЗВОДИ|Ѥ (10), ˫А с. Отсутствие воды: безъводиемь прѣсхнете (ἀνυδρίᾳ) КР 1284, 377а; бо˫ащесѩ, да не и сами погыбноуть безводьѥмь ѡ(т) поустаго мѣста того безъводнаго. (ἐκ τῆς ἀνυδρίας) ГА XIII XIV, 192г; изнемогли бо сѩ бѩху безводьемь. ||=и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία … Dictionary of Greek