Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνυδρία

См. также в других словарях:

  • ἀνυδρία — ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc/acc dual ἀνυδρίᾱ , ἀνυδρία want of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδρίᾳ — ἀνυδρίαι , ἀνυδρία want of water fem nom/voc pl ἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανυδρία — η (Α ἀνυδρία) έλλειψη νερού, λειψυδρία, ανομβρία …   Dictionary of Greek

  • ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνυδρίας — ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem acc pl ἀνυδρίᾱς , ἀνυδρία want of water fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδρίαι — ἀνυδρία want of water fem nom/voc pl ἀνυδρίᾱͅ , ἀνυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδρίαν — ἀνυδρίᾱν , ἀνυδρία want of water fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδρίαις — ἀνυδρία want of water fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδρίης — ἀνυδρία want of water fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безводиѥ — БЕЗВОДИ|Ѥ (10), ˫А с. Отсутствие воды: безъводиемь прѣсхнете (ἀνυδρίᾳ) КР 1284, 377а; бо˫ащесѩ, да не и сами погыбноуть безводьѥмь ѡ(т) поустаго мѣста того безъводнаго. (ἐκ τῆς ἀνυδρίας) ГА XIII XIV, 192г; изнемогли бо сѩ бѩху безводьемь. ||=и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»