1 ανυγραινω
(τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὴ ἀνυγραίνοντο Luc.)
(τὰ ἤθη Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ανυγραινω
ανυγραίνω — ἀνυγραίνω (Α) 1. υγραίνω 2. καθιστώ κάτι ηπιότερο, μαλακότερο … Dictionary of Greek