-
1 ἀντ-αμείβομαι
ἀντ-αμείβομαι, erwiedern, vergelten, παϑὼν κακῶς κακοῖσι, Böses mit Bösem, Aesch. Sept. 1040; τινὰ κακοῖς Ch. 121; vgl. Archil. 118; τινὰ ἀντί τινος Ar. Th. 721; – πρὸς φίλους ῥήματα, antworten, Soph. O. C. 818; τινὰ οὐδέν 1275; τοῖσδε Her. 9, 79.
-
2 ἀντ-απ-αμείβομαι
ἀντ-απ-αμείβομαι, dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.
-
3 ἀνταμείβομαι
ἀντ-αμείβομαι, erwiedern, vergelten -
4 ανταμειβομαι
1) обмениваться(χρυσοῦ χρήματα ἀνταμείβεται καὴ χρημάτων χρυσός Heracl. ap. Plut.)
2) отплачивать, возмещать, воздавать(τινα κακαῖσι ποιναῖς Aesch.; τινά τινι ἀντί τινος Arph.)
3) отвечать, возражать(τοισίδε, sc. λόγοις Her.; τί τινα или πρός τινα Soph.)
ὑμᾶς μὲν οὖν τοῖσδ΄ ἀ. λόγοις Eur. — так вот вам мой ответ -
5 ἀνταπαμείβομαι