-
1 ἀντώπιος
ἀντ-ώπιος, ον,A = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn.D.5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντώπιος
См. также в других словарях:
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek