-
1 ἀντ-εστραμμένως
ἀντ-εστραμμένως ( perf. von ἀντιστρέφω), entgegen-, umgekehrt, Arist. part. an. 4, 9 polit. 4, 14.
-
2 ἀντεστραμμένως
ἀντ-εστραμμένως, entgegen-, umgekehrt -
3 αντεστραμμενως
[ἀντιστρέφω] в обратном или противоположном направлении, обратно, наоборот Arst.