-
1 ἀντ-ανα-πλέκω
ἀντ-ανα-πλέκω, um die Wette flechten, τοῖς Μελεαγρείοις στεφάνοις, mit den Kränzen des Mel., Phil. 1, 3 (IV, 2).
-
2 ἀνταναπλέκω
1 ἀντ-ανα-πλέκω
ἀντ-ανα-πλέκω, um die Wette flechten, τοῖς Μελεαγρείοις στεφάνοις, mit den Kränzen des Mel., Phil. 1, 3 (IV, 2).
2 ἀνταναπλέκω