-
1 ἀντ-άξιος
ἀντ-άξιος, gleichviel werth, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel werth, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.
-
2 ἀντ-ερύομαι
ἀντ-ερύομαι, auf der Wage dagegen aufziehen, d. i. ins Gleichgewicht ziehen, dah. übertr., χρυσοῠ τε καὶ ἀργύρου αντερύσασϑαι ἄξιος Theogn. 77, gleich hoch schätzen.
-
3 ἀντάξιος
ἀντ-άξιος, gleichviel wert, aufwiegend
См. также в других словарях:
ισάξιος — ια, ο (Α ἰσάξιος, ον) αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος τού πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.) μσν. επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός. επίρρ... ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως) εξίσου, με την ίδια … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek