-
1 αντιρροπος
2служащий противовесом, уравновешивающий, возмещающий, равносильный(τινος Dem., τινι Xen., Plut. и πρός τι Plat.)
ἄγειν λύπης ἀντίρροπον ἄχθος Soph. — выносить тяжесть своего горя;ῥῆμα μυρίοις ἐνθυμήμασι ἀντίρροπον Plut. — слово, стоящее многих тысяч рассуждений
См. также в других словарях:
κατώρροπος — κατώρροπος, ον (Α) κατάρροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντί ρροπος, ομό ρροπος] … Dictionary of Greek
ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… … Dictionary of Greek
εύροπος — εὔροπος, ον (Α) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα («εὔροπον ἅμμα») βρόχος που συσφίγγεται εύκολα. επίρρ... εὐρόπως (Α) με ευχέρεια, με ευκολία, καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροπος (< ροπή), πρβλ. αντί ρροπος, ισό ρροπος] … Dictionary of Greek