-
1 αντίπρωρα
-
2 ἀντίπρῳρα
-
3 ἀντίπρῳρος
ἀντίπρῳρος, ον,A with the prow towards,ἀ. τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11
; ; [ἐμβολαῖς] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι not to charge prow to prow, Id.7.36; τὸ ἀ. ξυγκροῦσαι ibid.; ἀ. ἐμβάλλεσθαι ib.34;τῶν πολεμίων ἀ. ἐφορμούντων Id.8.75
; of ships, ready for action, ib.53;ἀ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG6.2.28
; τὸ στράτευμα ἀ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε ib.7.5.23.2 face to face,τάδ' ἀντίπρῳρα.. βλέπειν πάρεστ' S.Tr. 223
(lyr.); κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων in front of them, E.Rh. 136 (lyr.); de Ira Fr.27B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπρῳρος
-
4 ἐναργής
ἐναργ-ής, ές,A visible, palpable, in bodily shape, esp. of the gods appearing in their own forms,Χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Il.20.131
; , cf. 3.420, 7.201; freq. of a dream or vision,ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841
; [ ὄναρ] A.Pers. 179, etc.; ὄψιν ἐνυπνίου τῷ ἑωυτοῦ πάθει ἐναργεστάτην most clearly relating to.., Hdt.5.55, cf. 7.47;ἐνύπνια Hp. Prorrh.1.5
; ἐ. ταῦρος in visible form a bull, a very bull, S.Tr.11; ἐ. τινὰ στῆσαι to set him bodily before one, Id.OC 910; ἐ. βλεφάρων ἵμερος desire beaming from the eyes, Id.Ant. 795 (lyr.).2 manifest to the mind's eye, τάδ' ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ' ἐ. S.Tr. 224; λῃστὴς ἐ. the manifest robber, Id.OT 535, cf.Ant. 263;τοῖς ὁρῶσιν ἐ. ἡ ὕβρις φαίνεται D.21.72
. Adv. - γῶς visibly, manifestly, A.Th. 136, S.El. 878;ἐ. ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar. Eq. 1173
.3 of words, etc., clear, distinct,ἐ. βάξις ἦλθεν A.Pr. 663
; freq. in Prose, ἐ. τεκμήριον, σημεῖον, ἀπόδειξις, etc., Pl. Ion 535c, Ti. 72b ([comp] Comp.), D.18.300, etc.;- εστέρα γνῶσις Pl.Tht. 206b
, cf.Epicur.Ep.3 p.60 U.; [suff] ἐναργ-εστάτη αῐσθησις Arist.Pr. 886b35<*>ἐ. τοῦ πράγματος ἐπίνοια Epicur.Fr. 255
; καὶ τοῦτο ἐ. ὄτι.. (for δῆλον ὅτι) Pl.Tht. 150d;ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν Ar.V.50
. Adv. - γῶς, [dialect] Ion.-γέως, λέγειν Hdt.8.77
; παραστῆσαι Acl.Tact.1.5: [comp] Comp.-έστερον, εἰπεῖν, διόψεται, Pl.Ti. 49a, R. 611c: [comp] Sup.-έστατα, γνῶναι Id.Alc.1.132c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναργής
См. также в других словарях:
ἀντίπρῳρα — ἀντίπρῳρος with the prow towards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… … Dictionary of Greek